Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βραγχιάζοισθε πνίγοισθε

См. также в других словарях:

  • βραχνιάζω — 1. κάνω κάποιον να πάθει βραχνάδα, προκαλώ βραχνάδα 2. γίνομαι βραχνός, έχω βραχνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ενεστ. οριστ.) *βραγχιάζω (μαρτυρείται μόνο στην ευκτική, βραγχιάζοισθε «πνίγοισθε», στον Ησύχιο), παρεκτεταμένος τύπος του βραγχιώ*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»